όρνιθα

όρνιθα
Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός.
* * *
η (ΑΜ ὄρνις, -ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, -ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ)
(το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες
τίτλος μιας από τις σωζόμενες κωμωδίες τού Αριστοφάνους τής οποίας η διδαχή στη σκηνή έγινε το 414 π.Χ.
νεοελλ.
γενική λόγια ονομασία ορνιθόμορφων πτηνών τού γένους Gallus τής οικογένειας φασιανίδες στο οποίο ανήκει και η κατοικίδια όρνιθα, η κότα
μσν.-αρχ.
κάθε είδος πτηνού είτε άγριο και αρπακτικό είτε ήμερο και κατοικίδιο
αρχ.
1. πτηνό από το πέταγμα και την κραυγή τού οποίου μπορούσε να προφητεύει κανείς το μέλλον, οιωνός
2. προφητεία τού μέλλοντος από το πέταγμα ή την κραυγή πτηνών
3. θεϊκό σημάδι χωρίς άμεση αναφορά σε κάποιο πτηνό
4. (το αρσ.) ο κόκορας, ο πετεινός
5. ονομασία τού αστερισμού τού Κύκνου
6. η χήνα
7. στον πληθ. τόπος αγοράς πτηνών
8. φρ. «Μοισᾱν ὄρνιχες» — οι ποιητές
9. παροιμ. φρ. «ὀρνίθων γάλα» — τού πουλιού το γάλα, θαυμάσιο έδεσμα ή εξαίρετη τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄρνις, όπως επίσης και το ουδ. ὄρν-εον με επίθημα *-eyo- συνδέονται με τ. τής Χεττιτικής και Γερμανικής με σημ. «αετός»: χεττιτ. har-, γεν. haranaš, γοτθ. ara, αγγλοσαξ. earn, αρχ. άνω γερμ. aro, aru (πρβλ. γερμ. Hahn «κόκορας», Huhn «κότα». Οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *er- / *or- «αετός, μεγάλο πουλί» (πρβλ. και λιθουαν. erēlis, λεττον. ērglis, αρχ. σλαβ. orilŭ). Η λ. ὄρν-ι-ς εμφανίζει θ. σε -ι-, ενώ το -θ- τού θέματος αποτελεί απλή παρέκταση. Αυτό γίνεται φανερό από το ότι η λ. ὄρνις
έχει στην κλίση και τύπους από θ. σε -ι-: αιτ. εν. ὄρνιν, παράλληλα με το ὄρνιθα, και αιτ. πληθ. ὄρνεις / ὄρνις παράλληλα με το ὄρνιθας. Οι δωρικές διάλεκτοι παρουσιάζουν παρέκταση -χ-: γεν. ὄρνιχος, αιτ. ὄρνιχα. Η λ. ὄρνις αρχικά δήλωνε κάθε είδος πτηνού, ενώ το ὄρνεον μόνο τα αρπακτικά πτηνά. Η διαφορά τους από τη λ. οἰωνός* είναι ότι ο οιωνός δήλωνε μεγάλο αρπακτικό πουλί και χρησιμοποιούνταν περισσότερο από το ὄρνις στη μαντική με την έννοια τού καλού ή κακού προμηνύματος. Αργότερα η λ. ὄρνις χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα κατοικίδια ζώα, κότα, χήνα, κόκορα, από όπου στη Νέα Ελληνική η λ. όρνιθα αναφέρεται αποκλειστικά στην κότα.
ΠΑΡ. (τού όρνεον) αρχ. ορνεάζομαι, ορνεώδης, ορνεώτης
μσν.
ορνεακός.
ΣΥΝΘ. (τού όρνεον) (Α συνθετικό) ορνεοσκόπος
αρχ.
ορνεόβρωτος, ορνεογλυφιστί, ορνεοθηρευτικός, ορνεόμαντις, ορνεόμορφος, ορνεοπώλης, ορνεοτρόφος, ορνεοφθορία, ορνεόφοιτος
αρχ.-μσν.
ορνεοθυσία
μσν.
ορνεοβατία, ορνεοκόμος, ορνεοκράτης, ορνεοκράτωρ, ορνεομιγής, ορνεόμικτος, ορνεοπάτακτος, ορνεοσόφιον.
ΠΑΡ. (τού όρνις) ορνίθειος, ορνίθι(ον), ορνιθών(ας)
αρχ.
ορνίζω, ορνιθάριον, ορνιθάς, ορνιθείον, ορνιθεύω, ορνιθία, ορνιθιάζω, ορνιθικός, ορνιθούμαι, ορνιθώδης, όρνιος
αρχ.-μσν.
ορνιθίας, ορνύφιον
νεοελλ.
ορνιθαριό, ορνιθόπουλο.
ΣΥΝΘ. (τού όρνις) (Α συνθετικό) ορνιθόγαλο, ορνιθοειδής, ορνιθοθήρας, ορνιθοκλέπτης, ορνιθοκόμος, ορνιθολόγος, ορνιθομαντεία, ορνιθοπώλης, ορνιθοτρόφος
αρχ.
ορνιθαγρευτής, ορνίθαρχος, ορνιθοβόρος, ορνιθοβοσκείον, ορνιθογενής, ορνιθογνώμων, ορνιθόγονος, ορνιθοθηρευτής, ορνιθοκάπηλος, ορνιθοκόος, ορνιθοκρίτης, ορνιθολόχος, ορνιθομανής, ορνιθόμαντις, ορνιθονομείον, ορνιθόπαις, ορνιθοπρόσωπος, ορνιθοσκόπος, ορνιθοφάγος, ορνιθοφυής
μσν.
ορνιθοπέδη, ορνιθοτυφλότης, ορνιθοτύφλωμα, ορνιθοφασιανός
νεοελλ.
ορνιθοκλοπή, ορνιθολογία, ορνιθόμορφος, ορνιθόμυαλος, ορνιθοπάζαρο, ορνιθόπους, ορνιθόπτερος, ορνιθόρρυγχος, ορνιθοσκαλίσματα, ορνιθοτυφλία, ορνιθοφιλία
(Β' συνθετικό) αρχ. δύσορνις, εύορνις, πάρορνις, πολυόρνιθος / πολύορνις, φίλορνις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όρνιθα — όρνιθα, η και ορνίθι, το κότα, πουλάδα: Διώξε τις όρνιθες (ή τα ορνίθια) από τον κήπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄρνιθα — ὄρνις ara masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄρνιθ' — ὄρνιθα , ὄρνις ara masc/fem acc sg ὄρνιθι , ὄρνις ara masc/fem dat sg ὄρνιθε , ὄρνις ara masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VESPERTILIO — inter immundas aves recensetur Sacro Scriptori, qui uti ab Aquila incepit, quae regina est avium, ita in Vespertilione desiit, quae naturae est ambiguae, et inter aves volucresque medium tenet locum, Levit. c. 11. v. 13. 19. Varro in Agathone,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κότα — και κόττα, η 1. το κατοικίδιο πτηνό όρνιθα 2. μτφ. ελαφρόμυαλη και κακόγουστα φανταχτερή γυναίκα 3. φρ. α) «η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα» λέγεται για περιπτώσεις μεγάλου διλήμματος β) «κοιμάμαι με τις κότες» κοιμάμαι πολύ νωρίς γ)… …   Dictionary of Greek

  • ορνίθειος — α, ο (Α ὀρνίθειος, εία, ον, θηλ. και ος) [όρνις, ιθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρνιθα ή αυτός που προέρχεται από όρνιθα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνίθεια το κρέας πτηνού …   Dictionary of Greek

  • ορνιθόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει τη μορφή πτηνού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορνιθόμορφα ζωολ. τάξη πτηνών στην οποία ανήκουν 7 οικογένειες με 251 είδη, μερικά από τα οποία είναι πολύ κοινά ή εξημερωμένα, όπως, λ.χ., η όρνιθα, ο φασιανός, η πέρδικα, το… …   Dictionary of Greek

  • τιθάς — άδος, ἡ, Α (σε συνεκφορά με τη λ. ὄρνις) (ποιητ. τ.) όρνιθα εξημερωμένη, κατοικίδια όρνιθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιθασεύω με επίθημα άς, άδος] …   Dictionary of Greek

  • Eólico (dialecto) — Saltar a navegación, búsqueda Distribución de los dialectos griegos hacia el 400 a. C. 1 a 4: Eólico. 1: Eolia. 2: Lesbos. 3: Tesalia. 4: Beocia. El eólico es un dialecto del griego clásico que se hablaba en la costa de Asia …   Wikipedia Español

  • MEDICAE Gallinae — maxime olim expetebantur ad seminium, utpote generis excellentis et magnitudinis haud vulgaris. Athenaeus, καὶ οἱ Περσ1ικοὶ ἀλεκτρυόνες, Et Persici galli: unde Περσικὸς ὄρνις, Persica avis absolute, gallus Hesychio. Aristophani Μῆδος ὄρνις,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”